- άβυσσος
- η прям. , перен. бездна, пучина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἄβυσσος — bottomless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβυσσος — Φυσική κοιλότητα στον φλοιό της Γης, πολύ βαθιά και κάθετη. Ά. υπάρχουν τόσο στα τμήματα ξηράς που έχουν αναδυθεί (π.χ. η ά. Μπερταρέλι στην Ιστρία, η Σπλούγκα ντέλα Πρέτα στην Ιταλία, κοντά στη Βερόνα, το βάραθρο του Μπερζέ στη ΝΔ Γαλλία) όσο… … Dictionary of Greek
άβυσσος — η 1. βαθύ χάσμα στη γη, μεγάλο βάθος στη θάλασσα: Αυτό που ανοιγόταν μπροστά τους δεν ήταν βάραθρο, ήταν άβυσσος. 2. ανεξερεύνητος, καταχθόνιος: Αυτός έχει ψυχή άβυσσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄβυσσον — ἄβυσσος bottomless masc/fem acc sg ἄβυσσος bottomless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβύσσοις — ἄβυσσος bottomless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβύσσου — ἄβυσσος bottomless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβύσσους — ἄβυσσος bottomless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβύσσων — ἄβυσσος bottomless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβύσσῳ — ἄβυσσος bottomless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβυσσα — ἄβυσσος bottomless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβυσσε — ἄβυσσος bottomless masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)